- θυμελαία
- θῠμελαία, ἡ, prob.A spurge-flax, Daphne Cnidium, Dsc.4.172, Plin. HN13.114:—hence [suff] θῡμᾱρ-αΐτης [ῑ] οἶνος, ὁ, wine flavoured with θυμελαία, Dsc.5.68.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θυμελαία — θυμελαίᾱ , θυμελαία spurge flax fem nom/voc/acc dual θυμελαίᾱ , θυμελαία spurge flax fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμελαία — (Τhymelaea). Δικοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των θυμελαιιδών, που αριθμεί περίπου 20 θαμνώδη είδη. Είναι πολυετής, πολύκλαδη πόα, με μικρά και άμισχα φύλλα. Έχει πρασινωπά ή κίτρινα, μικρά, πολύγαμα ή δίοικα άνθη και περιάνθιο συνήθως μόνιμο,… … Dictionary of Greek
θυμελαίας — θυμελαίᾱς , θυμελαία spurge flax fem acc pl θυμελαίᾱς , θυμελαία spurge flax fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμελαίαν — θυμελαίᾱν , θυμελαία spurge flax fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Thymelaea — Thymelaea … Wikipédia en Français
Thymelaea — Thymelaea … Wikipédia en Français
θυμελαΐνης — θυμελαΐνης, ὁ (Α) [θυμελαία] κρασί στην παρασκευή τού οποίου έχει χρησιμοποιηθεί η θυμαιλαία* … Dictionary of Greek
θυμελαιίδες — οι βοτ. οικογένεια αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών, η μοναδική τής τάξης θυμελαιώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ελληνογενούς ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. thymelaeaceae < thymelaea (πρβλ. θυμελαία) + aceae (< λατ. aceus)] … Dictionary of Greek
θυμελαιώδη — τα βοτ. τάξη αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. thymelaeales < thymelaea (πρβλ. θυμελαία) + ale που στην ελλ. αποδόθηκε με την αντίστοιχη παραγωγική κατάλ. ώδης] … Dictionary of Greek
θύμον — θύμον, τὸ και θύμος, ὁ (Α) 1. το φυτό θύμος, το θυμάρι, η θυμαριά, το χαμοδρούμπι 2. θαλάσσιο φυτό 3. μίγμα από θυμάρι, μέλι και ξίδι που συνήθιζαν να τρώνε οι φτωχοί Αθηναίοι 4. (κατά τον Ησύχ.) «θύμον τὸ σκόροδον». [ΕΤΥΜΟΛ. < θύω (I) με τη… … Dictionary of Greek
κνέωρος — ο και κνέωρο, το (AM κνέωρος) δικοτυλήδονο φυτό τής τάξης γερανικά αρχ. 1. το φυτό δάφνη η χαμελαία 2. το φυτό θυμέλαια. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το θ. κνε συνδέεται μάλλον με το κνῶ «ξύνω», αλλ η ύπαρξη τής κατάλ. ωρος (< Fορος < ὁρῶ) στη … Dictionary of Greek